- ἱζηματίας
- ἱζηματίᾱς , ἱζηματίαςwhich causes subsidencemasc acc plἱζηματίᾱς , ἱζηματίαςwhich causes subsidencemasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιζηματίας — ἱζηματίας, ὁ (Α) (ενν. σεισμός) σεισμός που επιφέρει καθιζήσεις, χάσματα τής γης, αλλ. χασματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζημα + κατάλ. ιας*] … Dictionary of Greek
ἱζηματίαι — ἱζηματίας which causes subsidence masc nom/voc pl ἱζηματίᾱͅ , ἱζηματίας which causes subsidence masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)